ορμή

ορμή
η (ΑΜ ὁρμή)
1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό»)
2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ», Ομ. Ιλ.)
3. ορμέμφυτη, εσωτερική τάση και διάθεση τού ανθρώπου, ένστικτο («θυμάται ορμές που βάσταγε / και πόση χαρά θυσίαζε», Καβάφης)
4. έκφραση και εξωτερίκευση εσωτερικής ζωτικότητας («πρῶται τῆς νεότητος ὁρμαί», Πλούτ.)
5. εκδήλωση εσωτερικού πάθους («η ορμή τού έρωτα»)
6. σφοδρή επιθυμία για κάτι, πόθος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) η ώθηση ενέργειας που τροφοδοτεί την ασυνείδητη ψυχική δραστηριότητα και προκαλεί την κινητικότητα τού οργανισμού, ψυχική μορφή μιας μόνιμης πηγής διέγερσης που προέρχεται από το εσωτερικό τού οργανισμού και διακρίνεται από την εξωτερική διέγερση, αλλ. ενόρμηση
2. (φυσ.-μηχανολ.) διανυσματικό φυσικό μέγεθος το οποίο ορίζεται ως το γινόμενο τής μάζας ενός κινούμενου σώματος επί την ταχύτητά του
3. φρ. α) «γενετήσια ορμή» — η φυσιολογική τάση τού ανθρώπου για ερωτική συνεύρεση
β) «ορμή προς επικράτηση»
(φιλοσ.) ορμή που, σύμφωνα με τον Νίτσε, ενυπάρχει στον άνθρωπο και αποβλέπει στην αύξηση τής δύναμής του
μσν.
έντονη διάθεση για πόλεμο
αρχ.
1. εισβολή, επιδρομή
2. (σχετικά με ζώο) ταχύτητα κατά την κίνηση ή ταχύτητα κατά την επίθεση
3. διάθεση ή προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού
4. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού 2
5. φρ. α) «μιᾷ ὁρμῇ» — με τον ίδιο ζήλο
β) «ὁρμὴ εἰσπίπτει» — σφοδρή επιθυμία καταλαμβάνει κάποιον προκειμένου να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὁρμὴ (< *ὀρ-σμᾶ), κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται παράγωγο τού ρ. ὄρνυμι* «κινώ, εγείρω, ξεσηκώνω» (για τη δασύτητα τής λ. συγκριτικά με την ψίλωση τού ὄρνυμι πρβλ. ἀραρίσκω: ἅρμα). Η παλαιότερη σύνδεση τής λ. με το αρχ. ινδ. sarma «τρέχων, σπεύδων, και sisarti «ρέω, χύνομαι», παρ' ότι ικανοποιεί από μορφολογική άποψη, δεν γίνεται πλέον αποδεκτή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὁρμῇ — Ὅρμή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁρμή — Ὅρμή fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμή — rapid motion forwards fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμῇ — ὁρμάω set in motion pres subj mp 2nd sg (doric) ὁρμάω set in motion pres ind mp 2nd sg (doric) ὁρμάω set in motion pres subj act 3rd sg (doric) ὁρμάω set in motion pres ind act 3rd sg (doric) ὁρμάω set in motion pres subj mp 2nd sg (epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμή — η 1. βίαιη κίνηση προς τα εμπρός, εξόρμηση, σφοδρή κίνηση. 2. έμφυτη ροπή του ανθρώπου για κάτι: Οι ορμές υπηρετούν βασικές ανάγκες της ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁρμῆι — ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion pres subj mp 2nd sg (doric) ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion pres ind mp 2nd sg (doric) ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion pres subj act 3rd sg (doric) ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion pres ind act 3rd sg (doric) ὁρμῇ , ὁρμάω set in motion …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁρμῆι — Ὁρμῇ , Ὅρμή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁρμαῖς — Ὅρμή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαῖς — ὁρμή rapid motion forwards fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁρμαί — Ὅρμή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”